- ἀργυρῖτις
- ἀργυρῖτιςoffem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀργυρῖτιν — ἀργυρῖτις of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ORICHALCUM — apuc Horat. de Arte, v. 202. Virg. Aen. l. 12. v. 87. et Stat. Theb. l. 10. Graecis ὀρείχαλκος. i. e. montanum aes, verum nomen huius metalli est, quod Romanorum vetusl issimi, Plautum in Curcul. Actu 1. sc. 3. v. 46. et Pseudolo, Actu 2. sc. 3.… … Hofmann J. Lexicon universale
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
αργυρίτης — Μετάλλευμα αργύρου, ορυκτό του θειούχου αργύρου. Κρυσταλλώνεται σε κυβικούς κρυστάλλους. Λιώνει εύκολα και διαλύεται στο νιτρικό οξύ. * * * ο (Α ἀργυρίτης,ο κ. ἀργυρῑτις, ιτιδος, η) η άμμος ή το χώμα που περιέχουν άργυρο νεοελλ. φυσικός θειούχος… … Dictionary of Greek
ἀργυρίτιδας — ἀργυρί̱τιδας , ἀργυρῖτις of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρίτιδες — ἀργυρί̱τιδες , ἀργυρῖτις of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρίτιδι — ἀργυρί̱τιδι , ἀργυρῖτις of fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρίτιδος — ἀργυρί̱τιδος , ἀργυρῖτις of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)